φυλλαρίων

φυλλαρίων
φυλλάριον
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α …   Dictionary of Greek

  • βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • μαονία — Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των βερβεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι ιθαγενής των δυτικών ΗΠΑ και η επιστημονική του ονομασία είναι Mahonia ή Berberis aquifolium. Έχει όρθιους κλάδους που έχουν ταχεία ανάπτυξη και φτάνουν σε ύψος τα 1 2 μ. Τα… …   Dictionary of Greek

  • μικανίτης — ο (ηλεκτρολ.) μονωτικό υλικό που παρασκευάζεται με συσσωμάτωση τών φυλλαρίων τής μίκας με βερνίκια τα οποία έχουν ως βάση φυσικές ρητίνες ή συνθετικά υλικά …   Dictionary of Greek

  • μοντμοριλλονίτης — Ορυκτό της ομάδας των πυροφυλλιτών, με κρυσταλλική δομή, που συγγενεύει με των μαρμαρυγιών. Ο χημικός του τύπος είναι (Al,Fe,Mg)4(OH)4Si8Ο20 και μέσα στον κρύσταλλο το αργίλιο (Al) βρίσκεται στο κέντρο ενός οκτάεδρου και μπορεί να αντικατασταθεί… …   Dictionary of Greek

  • παράφυλλο — Έτσι ονομάζονται τα μικρά εξαρτήματα του φύλλου που βρίσκονται κοντά στο σημείο της πρόσφυσής του με τον βλαστό ή προσκολλημένα στον μίσχο του. Τα π. είναι μικρά ελάσματα διαταγμένα συμμετρικά. Ονομάζονται μισχοφυή όταν φυτρώνουν μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • σέπαλο — Ένα από τα μόρια που αποτελούν τον εξωτερικό κύκλο ή σπονδύλωμα ή σπείρα του άνθους, που λέγεται κάλυκας. Συνήθως πράσινα και συνήθως μικρότερα από τα έγχρωμα φυλλάρια (τα πέταλα) που συνθέτουν τη στεφάνη, τα σ. έχουν τη μορφή φυλλαρίων… …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλιο — Βοτρυώδης ταξιανθία που χαρακτηρίζει τα σύνθετα (δικοτυλήδονα) αλλά και άλλες ομάδες φυτών. Πρόκειται για μία ταξιανθία δισκοειδούς μορφής, η οποία αποτελείται από έναν κοντό άξονα, που στην κορυφή του διαπλατύνεται σε πλατύ, σαρκώδη, κυρτό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”